Facebook Pixel

Abbimed M Plus Πολυβιταμίνη & Μέταλλα 30Caps + Ωμέγα-3 Λιπαρά Οξέα 30 Μαλακές Κάψουλες Για την Περίοδο της Εγκυμοσύνης

Ειδική Τιμή 28,42 € Κανονική Τιμή 36,83 €
Διαθέσιμο (1-3 εργάσιμες μέρες)
Μόνο 1 διαθέσιμα σε απόθεμα, προλαβέ τα!
SKU
179534
Brand
 

Δωρεάν Μεταφορικά

Άνω των 39€ , έως 5kg

 

Τρόποι Πληρωμής

Αντικαταβολή

Κατάθεση

Πιστωτική Κάρτα

 

Κερδίστε πόντους

Γράψτε μια κριτική για το προϊόν και κερδίστε πόντους για την επόμενη αγορά σας!

Ισοζυγισμένα πολυ-συμπληρώματα διατροφής και κύηση

Τα συμπληρώματα διατροφής, πριν και κατά τη διάρκεια της κύησης αλλά και κατά τη γαλουχία, βοηθούν στην εμβρυϊκή αύξηση και ανάπτυξη, σε καλύτερη έκβαση της κύησης, στη βελτιστοποίηση της υγείας και της ευεξίας της γυναίκας, στην πρόληψη της επιλόχειας κατάθλιψης και στη βελτίωση της ποιότητας του μητρικού γάλακτος.

Η πρόσληψη μεγαλύτερης ποσότητας τροφής για την κάλυψη των αναγκών σε θερμίδες καθώς και η αυξημένη απορρόφηση και η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, επαρκούν συνήθως για την κάλυψη των αναγκών όσον αφορά στα περισσότερα θρεπτικά συστατικά. Ωστόσο, τα συμπληρώματα βιταμινών και ανόργανων στοιχείων ενδείκνυνται για μια σειρά από θρεπτικά συστατικά που προκειμένου να λαμβάνονται σε συγκεκριμένη ποσότητα δεν είναι δυνατόν να συνοδεύονται και από διατροφική υπερκατανάλωση, αρκεί οι έγκυες πρέπει να προσέχουν όταν επιλέγουν ένα συμπλήρωμα ώστε να μην υπερβαίνει τα ανώτερα ανεκτά όρια για μια συγκεκριμένη βιταμίνη ή ένα συγκεκριμένο ανόργανο στοιχείο.

Η Συνιστώμενη Διαιτητική Παροχή (Recommended Dietary Allowance, RDA) την ημέρα για το φυλλικό οξύ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι 600μg. Για την αποφυγή ανωμαλιών του νευρικού σωλήνα, οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και οι έγκυες πρέπει, εκτός από την κατανάλωση φυλλικού οξέος από ένα διαιτολόγιο με ποικιλία τροφίμων, να καταναλώνουν ημερησίως 400μg συνθετικού φυλλικού οξέος από εμπλουτισμένα τρόφιμα (δημητριακά και άλλους σπόρους), συμπληρώματα ή και τα δύο. Προκειμένου να διασφαλισθεί ότι τα επίπεδα βιταμινών στο αίμα είναι κατάλληλα κατά το χρόνο ολοκλήρωσης του νευρικού σωλήνα, η λήψη συμπληρωμάτων πρέπει να ξεκινήσει τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη σύλληψη. Οι έρευνες δείχνουν ότι ο μη φυσιολογικός μεταβολισμός του φυλλικού οξέος μπορεί, επίσης, να διαδραματίζει κάποιο ρόλο στο σύνδρομο Down και σε άλλες γενετικές ανωμαλίες.

Οι έγκυες πρέπει να ενθαρρύνονται να καταναλώνουν τρόφιμα πλούσια σε σίδηρο, όπως άπαχο κόκκινο κρέας, πουλερικά, ψάρι, αποξηραμένα φρούτα και δημητριακά εμπλουτισμένα με σίδηρο. Όπου δεν είναι αυτό εφικτό το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (Centers for Disease Control and Prevention, CDC) των Η.Π.Α., συνιστά σε όλες τις εγκύους από την πρώτη κιόλας επίσκεψη στον γυναικολόγο τους τη λήψη μιας μικρής δόσης συμπληρώματος σιδήρου καθημερινά (30mg ημερησίως). Μολονότι δεν υπάρχουν απόλυτα στοιχεία σχετικά με τα οφέλη της καθολικής λήψης συμπληρωμάτων, το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων υποστηρίζει τη θέση αυτή, επειδή πολλές γυναίκες δυσκολεύονται να διατηρήσουν επαρκείς αποθήκες σιδήρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Επιπλέον, η έλλειψη σιδήρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επιφέρει αρνητικές συνέπειες, ενώ η λήψη συμπληρώματος σιδήρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης δεν συνδέεται με σημαντικούς κινδύνους για την υγεία. Τα ισοζυγισμένα πολυ-συμπληρώματα βελτιώνουν τα επίπεδα του σιδήρου στη μητέρα τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όσο και κατά την περίοδο μετά τον τοκετό, γεγονός που μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντικό όταν το διάστημα μεταξύ δύο εγκυμοσύνων είναι μικρό. Ο σίδηρος μπορεί να επηρεάζει την απορρόφηση άλλων ανόργανων στοιχείων. Επομένως για τις γυναίκες που λαμβάνουν συμπληρώματα με περισσότερα από 30mg σιδήρου ημερησίως, συνιστάται η λήψη συμπληρωμάτων 15mg ψευδαργύρου και 2mg χαλκού. Η πρόληψη ψευδαργύρου είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου. Ο ψευδάργυρος είναι συστατικό εκατοντάδων ενζύμων και άλλων πρωτεϊνών, ορμονών και νευροπεπτιδίων. Επίσης, διευκολύνει τη μεταγραφή γονιδίων και συμβάλλει στην κυτταρική διαίρεση, ανάπτυξη, διαφοροποίηση καθώς και στην εμβρυογένεση. Σχετίζεται άμεσα με ένζυμα του μεταβολισμού των υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λιπιδίων. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι αποτελεί απαραίτητο συστατικό για την ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος. Η διατροφική κατάσταση της εγκύου σε ψευδάργυρο στο μέσον της κύησης φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντική για την σωστή ανάπτυξη του κεντρικού νευρικού συστήματος-ΚΝΣ του εμβρύου και την μετέπειτα διανοητική του κατάσταση ως βρέφος.

Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι επιπλέον ανάγκες για ψευδάργυρο ανέρχονται περίπου στα 100 mg. Αυτό αποτελεί το 5-7% του συνολικού ψευδαργύρου του σώματος της μη-εγκύου. Ο επιπλέον ψευδάργυρος εναποτίθεται στο έμβρυο (57%) και στη μήτρα (24%). Οι επιπλέον ανάγκες ψευδαργύρου κατά την κύηση μπορούν να καλυφθούν μέσω αύξησης της διαιτητικής πρόσληψής του και μέσω προσαρμογών στην ομοιόσταση του. Οι περισσότερες έρευνες έχουν δείξει ότι δεν υπάρχει αξιοσημείωτη αύξηση της διαιτητικής πρόσληψης ψευδαργύρου στην εγκυμοσύνη, με αποτέλεσμα οι ομοιοστατικές ρυθμίσεις στη χρήση ψευδαργύρου να αποτελούν τον κύριο μηχανισμό κάλυψης των επιπλέον απαιτήσεών του στην εγκυμοσύνη. Πιο συγκεκριμένα, η απορρόφηση ψευδαργύρου αυξάνει κατά μέσo όρο κατά 30% ή κατά 1 mg/ ημέρα, κυρίως στο δεύτερο μισό της εγκυμοσύνης. Από το 1 mg, τα 0,7 mg μεταφέρονται στο έμβρυο, ενώ τα υπόλοιπα 0,3 mg αποβάλλονται με τα ούρα. Λόγω της αύξησης της νεφρικής σπειραματικής διήθησης, παρατηρείται μεγαλύτερη απέκκριση ψευδαργύρου στην εγκυμοσύνη. Επίσης, δεν απελευθερώνεται ψευδάργυρος από τους ιστούς της εγκύου έτσι ώστε να βοηθήσει στην κάλυψη των επιπλέον αναγκών του κατά την κύηση. Επιπλέον, η μέση συγκέντρωση ψευδαργύρου ορού ελαττώνεται με την εξέλιξη της εγκυμοσύνης και αυτό μπορεί να οφείλεται σε ορμονικές αλλαγές ή σε φυσιολογικές προσαρμογές της εγκυμοσύνης ή σε συνδυασμό αυτών των παραγόντων. Οι έγκυες αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης έλλειψης ψευδαργύρου λόγω των αυξημένων φυσιολογικών απαιτήσεων στην εγκυμοσύνη. Σοβαρή έλλειψη ψευδαργύρου στην έγκυο σχετίζεται με αποβολές, συγγενείς δυσμορφίες (π.χ ανεγκεφαλία), υπέρταση της κύησης και προεκλαμψία, ενώ οι πιο ήπιες μορφές έλλειψης ψευδαργύρου σχετίζονται με χαμηλό σωματικό βάρος γέννησης, ενδομήτρια καθυστέρηση ανάπτυξης, αποκόλληση πλακούντα, πρόωρη ρήξη μεμβρανών, πρόωρο τοκετό ή παρατεταμένη εγκυμοσύνη που μπορεί να καταλήξει σε καισαρική τομή, περιγεννητική ασφυξία, κ.α. Ο ψευδάργυρος είναι απαραίτητος συμπαράγοντας για τη μεταφορά ανοσοσφαιρινών από την έγκυο στο έμβρυο μέσω του πλακούντα. Επίσης, η μη επαρκής διατροφική κατάσταση της εγκύου σε ψευδάργυρο μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τα επίπεδα βιταμίνης Α του νεογνού, μιας βιταμίνης κρίσιμης για την επιβίωσή του. Άλλες δυσμενείς επιπτώσεις ανεπαρκούς διατροφικής κατάστασης της εγκύου σε ψευδάργυρο είναι η μειωμένη ικανότητα μνήμης, προσοχής, αντίληψης και μάθησης του παιδιού.

Η συμπληρωματική χορήγηση ψευδαργύρου για την βελτίωση της έκβασης της εγκυμοσύνης έχει δείξει αντικρουόμενα αποτελέσματα στις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί. Αξιοσημείωτες είναι οι έρευνες που έδειξαν ότι η λήψη συμπληρωμάτων ψευδαργύρου μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο βάρος γέννησης, μεγαλύτερη περιφέρεια κεφαλής και γρηγορότερη σωματική ανάπτυξη του βρέφους μόνο στην περίπτωση που η έγκυος είχε ανεπαρκή διατροφική κατάσταση σε ψευδάργυρο και δείκτης μάζας σώματος <26 kg/m2 κατά τη σύλληψη. Κατά συνέπεια, η συμπληρωματική χορήγηση ψευδαργύρου δεν δρα προστατευτικά, όσον αφορά το χαμηλό βάρος γέννησης, σε υπέρβαρες και παχύσαρκες έγκυες, αλλά μόνο σε εγκύους φυσιολογικού βάρους. Η δόση συμπληρώματος ψευδαργύρου που χρησιμοποιήθηκε στις παραπάνω έρευνες ήταν 25 mg/ημέρα, χωρίς να σημαίνει ότι αυτή αποτελεί τη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση.

Η πρόσληψη ψευδαργύρου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνίσταται να είναι 15 mg/ημέρα, ενώ το ανώτατο όριο πρόσληψής του έχει καθοριστεί στα 35 mg/ημέρα. Αν και οι περισσότερες μελέτες υποστηρίζουν ότι η συνήθης πρόσληψή του είναι μικρότερη από αυτή που συστήνεται (11 mg), δεν συνιστάται συμπληρωματική χορήγησή του. Αυτό ισχύει διότι δεν υπάρχουν μαρτυρίες ότι η συνήθης πρόσληψή του είναι τόσο χαμηλή ώστε να περιορίζει την παραγωγή συστατικών απαραίτητων για την υγεία της εγκύου, του εμβρύου και βρέφους. Πλούσιες πηγές ψευδαργύρου αποτελούν τα προϊόντα ζωικής προέλευσης, όπως μοσχάρι, αυγά, θαλασσινά. Άλλες καλές πηγές είναι τα όσπρια, οι ξηροί καρποί και τα δημητριακή ολικής αλέσεως. Τα φρούτα και λαχανικά είναι φτωχές πηγές ψευδαργύρου. Ο ψευδάργυρος στα φυτικά προϊόντα είναι λιγότερο βιοδιαθέσιμος λόγω της παρουσίας φυτικών οξέων και ινών.

Παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν δευτερογενή έλλειψη ψευδαργύρου στην εγκυμοσύνη είναι αυτοί που αναστέλλουν την απορρόφησή του (π.χ. φυτικά οξέα, ασβέστιο), η συμπληρωματική χορήγηση στοιχειακού σιδήρου άνω των 60 mg/ημέρα και οι παράγοντες που εμποδίζουν την μεταφορά του στον πλακούντα όπως το κάπνισμα και αλκοόλ. Όλες αυτές οι καταστάσεις ελαττώνουν τη συγκέντρωση ψευδαργύρου στον ορό και μειώνουν την διαθέσιμη ποσότητά του προς το έμβρυο. Έγκυες που έχουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά μπορούν να λαμβάνουν καθημερινά συμπλήρωμα ψευδαργύρου των 25 mg, έτσι ώστε να αποφύγουν τις επιπλοκές ανεπάρκειάς του. Επίσης, συστήνεται οι έγκυες που λαμβάνουν συμπλήρωμα σιδήρου πάνω από 30 mg/ημέρα, να λαμβάνουν και συμπλήρωμα ψευδαργύρου των 15 mg/ημέρα, λόγω της ανασταλτικής επίδρασης του σιδήρου στην απορρόφηση ψευδαργύρου. Επειδή η συμπληρωματική χορήγηση ψευδαργύρου έχει δυσμενείς επιδράσεις στο μεταβολισμό του χαλκού, συνιστάται η χορήγηση συμπληρώματος χαλκού των 2mg πρέπει να συνοδεύει το συμπλήρωμα ψευδαργύρου.

Οι φυσιολογικές απαιτήσεις για το ασβέστιο αυξάνονται κατά 200-300 mg/ημερησίως κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτή η αύξηση μπορεί θεωρητικά να ικανοποιηθεί μέσω αύξησης της διαιτητικής πρόσληψης και της εντερικής απορρόφησης ασβεστίου, ελάττωσης της αποβολής ασβεστίου με τα ούρα και κινητοποίησης ασβεστίου από την οστική μάζα της εγκύου. Στην πραγματικότητα όμως, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αυξάνεται σημαντικά (2-3 φορές) η απορρόφηση ασβεστίου από το γαστρεντερικό σύστημα, ενώ μεγαλύτερη είναι και η απέκκριση ασβεστίου μέσω νεφρών, λόγω της αυξημένης νεφρικής σπειραματικής διήθησης. Αυτές οι αυξήσεις συμβαίνουν στην αρχή και στο μέσο της εγκυμοσύνης, προλαβαίνοντας τις αυξημένες απαιτήσεις του εμβρύου για τη σκελετική του ανάπτυξη που παρατηρούνται στο τρίτο τρίμηνο. Επιπλέον, η απορρόφηση και ο σχηματισμός των οστών της εγκύου αυξάνουν όσο προχωρεί η εγκυμοσύνη, ενώ παράλληλα μειώνεται η συγκέντρωση στο πλάσμα της οστεοκαλσίνης (δείκτης οστικού σχηματισμού) λόγω της πρόσληψης της από τον πλακούντα. Αύξηση κατά 50-200% παρατηρείται και στην οστική ανακύκλωση την περίοδο της εγκυμοσύνης. Η συγκέντρωση ασβεστίου στον ορό ελαττώνεται αυτή την περίοδο λόγω του αυξημένου ενδοαγγειακού όγκου υγρών και της επακόλουθης αραίωσης. Οι αλλαγές στο μεταβολισμό του ασβεστίου και των οστών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνοδεύονται από αυξήσεις της καλσιτριόλης (ενεργή βιταμίνη D) και μικρές μεταβολές των συγκεντρώσεων της καλσιτονίνης και παραθορμόνης.

Το ασβέστιο είναι απαραίτητο στην εγκυμοσύνη για τη σύνθεση των οστών του εμβρύου, με συνολικά 25-30 γραμμάρια περίπου να προσληφθούν από το έμβρυο, κυρίως στο τρίτο τρίμηνο κύησης. Συνεπώς, το μεγαλύτερο μέρος της εμβρυϊκής σκελετικής ανάπτυξης λαμβάνει χώρα από τα μέσα της εγκυμοσύνης και μετά, κυρίως στο τρίτο τρίμηνο. Είναι πιθανόν, η οστεοσυνθετική δραστηριότητα της εγκύου κατά την κύηση να εξαρτάται από ποικιλία παραγόντων, όπως η ηλικία και ο αριθμός των προηγούμενων τοκετών, η διατροφική της κατάσταση και το ενδοκρινικό της προφίλ πριν την εγκυμοσύνη κ.α.

Στο παρελθόν, οι συστάσεις που δίδονταν στις έγκυες ήταν να αυξήσουν σημαντικά τη διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου προκειμένου να καλύπτονται τόσο οι ανάγκες του εμβρύου όσο και οι ανάγκες διατήρησης της οστικής τους μάζας. Οι σύγχρονες έρευνες δείχνουν ότι δύο φυσιολογικές προσαρμογές κατά την εγκυμοσύνη, η σημαντική αύξηση της απορρόφησης και της απέκκρισης του ασβεστίου, επιφέρουν θετικό ισοζύγιο ασβεστίου στην έγκυο με αποτέλεσμα να μη χρειάζεται αυτή να λαμβάνει καθημερινά μεγαλύτερες ποσότητες ασβεστίου σε σχέση με την προ της εγκυμοσύνης περίοδο.

Η συνιστώμενη πρόσληψη για μία έγκυο άνω των 19 ετών είναι 1000 mg/ημέρα. Οι έγκυες που βρίσκονται στην εφηβεία έχουν μεγαλύτερες ανάγκες σε ασβέστιο διότι πρέπει να υποστηρίξουν και την δική τους οστική ανάπτυξη. Έτσι, οι πρόσφατες συστάσεις για την πρόσληψη ασβεστίου από έγκυες εφήβους είναι 1300 mg/ημέρα. Επίσης, καθώς οι κρίσιμες αλλαγές στην φυσιολογία της εγκύου συμβαίνουν ανεξάρτητα από την τρέχουσα πρόσληψη ασβεστίου στην εγκυμοσύνη, είναι σημαντικό να δίνεται έμφαση στην συνιστώμενη πρόσληψη διαιτητικού ασβεστίου από την έγκυο πριν την εγκυμοσύνη. Ωστόσο, ερευνητικές μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δείξει ότι οι έγκυες λαμβάνουν μικρότερη ποσότητα διαιτητικού ασβεστίου σε σχέση με τις συστάσεις για την εγκυμοσύνη.

Η χορήγηση συμπληρωμάτων ασβεστίου κατά την εγκυμοσύνη είναι ασφαλής μέχρι τα 2500 mg/ημέρα (ανώτατο όριο). Έγκυες άνω των 35 ετών, έγκυες με ιστορικό προεκλαμψίας, έγκυες με σακχαρώδη διαβήτη, νεφρική ανεπάρκεια και χρόνια υπέρταση, έγκυες πολύτοκες και έγκυες χαμηλών κοινωνικοοικονομικών τάξεων εμφανίζουν αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης προεκλαμψίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι ακριβείς παράγοντες που περιλαμβάνονται στην παθογένεια της προεκλαμψίας δεν είναι σαφείς, αλλά πιθανολογείται ότι συμβαίνουν αλλαγές στο μεταβολισμό ασβεστίου. Πιθανές μεταβολικές διαταραχές στο μεταβολισμό ασβεστίου περιλαμβάνουν ελάττωση της συγκέντρωσης της ενεργής βιταμίνης D ορού, μείωση της συγκέντρωσης τω ιόντων ασβεστίου ορού και μείωση της απέκκρισης ασβεστίου. Το ασβέστιο είναι εκείνο το μικροθρεπτικό συστατικό που έχει μελετηθεί περισσότερο σε σχέση με την εμφάνιση προεκλαμψίας και υπέρτασης της κύησης. Επιδημιολογικές μελέτες δείχνουν ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ μειωμένης πρόσληψης ασβεστίου και προεκλαμψίας. Αυτές οι παρατηρήσεις έχουν οδηγήσει στην υπόθεση ότι η συχνότητα εμφάνισης προεκλαμψίας μπορεί να περιοριστεί σε πληθυσμούς εγκύων με μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου μετά από συμπληρωματική χορήγηση σκευασμάτων ασβεστίου. 13 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες κλινικές μελέτες παρέμβασης έδειξαν μια μέση μείωση κατά 32% της συχνότητας εμφάνισης προεκλαμψίας μετά από συμπληρωματική μέση χορήγηση 2 g/ημέρα ασβεστίου. Αυτή η επίδραση ήταν πιο έκδηλη σε ομάδες εγκύων με χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου. Στις περισσότερες όμως από αυτές τις μελέτες το δείγμα των εγκύων ήταν μικρό, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένη πιθανότητα σφάλματος. Η μεγαλύτερη έρευνα μέχρι σήμερα, στην οποία έλαβαν μέρος 4589 Αμερικανίδες έγκυες, δεν έδειξε καμία θετική επίδραση της συμπληρωματικής χορήγησης ασβεστίου (2000mg/ημέρα) στην αρτηριακή πίεση. Όμως, σε αυτή τη μελέτη, το δείγμα των εγκύων χαρακτηριζόταν από επαρκή πρόσληψη ασβεστίου. Συμπερασματικά, από τις μέχρι σήμερα μελέτες προκύπτουν αντικρουόμενα αποτελέσματα όσον αφορά την επίδραση των συμπληρωμάτων ασβεστίου στην πρόληψη ή θεραπεία της προεκλαμψίας ή υπέρτασης κύησης. Φαίνεται ότι η καθημερινή πρόσληψη συμπληρωμάτων ασβεστίου ωφελεί τις έγκυες γυναίκες που έχουν χαμηλή πρόσληψη διαιτητικού ασβεστίου ή χαρακτηρίζονται από υψηλό κίνδυνο να εμφανίσουν υπέρταση κύησης και προεκλαμψία. Η χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου συνήθως οφείλεται σε μη επαρκή κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων ή εμπλουτισμένων τροφίμων σε ασβέστιο. Περαιτέρω μελέτες απαιτούνται προκειμένου να βρεθεί η ιδανική δόση συμπληρωμάτων ασβεστίου που θα συμβάλλει στην πρόληψη των παραπάνω παθολογικών καταστάσεων.

Φαίνεται ότι η πρόσληψη ασβεστίου έχει σημαντική επίδραση στο βάρος του νεογνού. Πιο συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτερη είναι η πρόσληψη ασβεστίου, τόσο παρατείνεται ο χρόνος κύησης, ευνοείται η ανάπτυξη του εμβρύου και άρα αποφεύγονται τα λιποβαρή νεογνά. Επίσης τα παιδιά, των οποίων οι μητέρες είχαν χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου στην εγκυμοσύνη και έλαβαν συμπλήρωμα ασβεστίου κατά τη διάρκειά της, είχαν χαμηλότερη αρτηριακή πίεση στην ηλικία των 7 ετών, συγκριτικά με τα παιδιά των οποίων οι μητέρες είχαν μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και δεν έλαβαν συμπλήρωμα ασβεστίου. Βέβαια, αξίζει να τονιστεί ότι η παραπάνω συσχέτιση ισχύει κυρίως για τα υπέρβαρα παιδιά στην ηλικία των 7 ετών. Συνεπώς, η μειωμένη πρόσληψη ασβεστίου κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη υπέρτασης στην παιδική ηλικία, η οποία μπορεί να προληφθεί μόνο εάν η έγκυος λαμβάνει συμπλήρωμα ασβεστίου κατά τη διάρκεια της κύησης. Επιπρόσθετα, η ομάδα των γαλακτοκομικών σχετίζεται αρνητικά με την εμφάνιση αποβολών. Με άλλα λόγια, όσο μικρότερη είναι η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων (άρα και ασβεστίου) στην εγκυμοσύνη, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος αποβολών στην εγκυμοσύνη. Άλλες έρευνες υποστηρίζουν ότι η πρόσληψη διαιτητικού ασβεστίου από την έγκυο είναι σημαντική για την επιμετάλλωση των οστών του εμβρύου, ακόμη και στις κοινωνίες της αφθονίας, όπου το φαγητό είναι πλούσιο. Ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί η ομαλή επιμετάλλωση των οστών του εμβρύου είναι μέσω πρόσληψης διαιτητικού ασβεστίου από την έγκυο, καθώς οι διαιτητικές πηγές πλούσιες σε ασβέστιο είναι επίσης πλούσιες και σε άλλα θρεπτικά συστατικά απαραίτητα για την υγεία των οστών του εμβρύου. Επίσης, η συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου σε έγκυες με επαρκή διαιτητική πρόσληψη ασβεστίου, δεν φαίνεται να αυξάνει τη συγκέντρωση των εμβρυϊκών οστών σε μέταλλα.

Δεν έχει παρατηρηθεί καμία αλλαγή στα επίπεδα του ανόργανου φωσφόρου στα οστά και τον ορό κατά τη διάρκεια της κύησης. Κατά συνέπεια δεν συνιστάται συμπληρωματική λήψη φωσφόρου στη διάρκεια της κύησης. Η συνιστώμενη πρόσληψή του είναι 700 mg/ημέρα στις έγκυες ηλικίας 19-50 ετών και 1250 mg/ημέρα στις έφηβες έγκυες. Το ανώτατο όριο πρόσληψής του στην εγκυμοσύνη έχει καθοριστεί στα 3500 mg/ημέρα. Τα περισσότερα τρόφιμα περιέχουν φωσφόρο, με αποτέλεσμα η ανεπάρκειά του να είναι σπάνια κατά την κύηση. Καμία μελέτη μέχρι σήμερα δεν έχει εξετάσει την επίδραση του διαιτητικού φωσφόρου στην εξοικονόμηση μεταλλικών στοιχείων στην εγκυμοσύνη ή στην έκβαση της υγείας τόσο της εγκύου όσο και του βρέφους.

Το μαγνήσιο βρίσκεται στο μεγαλύτερο ποσοστό του εναποθηκευμένο στα οστά. Τα ποσά μαγνησίου που είναι βιοχημικώς ενεργά είναι συγκεντρωμένα στα νευρικά και μυϊκά κύτταρα. Η συγκέντρωση του μαγνησίου στον ορό κατά την κύηση παραμένει σταθερή μέχρι το τελικό στάδιο της εγκυμοσύνης, οπότε αρχίζει να μειώνεται συνεχώς. Μελέτες έχουν δείξει ότι η ανεπαρκής πρόσληψη μαγνησίου είναι συχνό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και έχει συσχετιστεί με καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη, πρόωρο τοκετό, χαμηλό βάρος γέννησης, προεκλαμψία και νευρομυϊκές δυσλειτουργίες. Έρευνες σε αναπτυγμένες χώρες έχουν δείξει ότι η συμπληρωματική χορήγηση μαγνησίου βελτιώνει διάφορες περιγεννητικές παραμέτρους, όπως το χαμηλό βάρος γέννησης, την προεκλαμψία και την καθυστερημένη ενδομήτρια ανάπτυξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία μέχρι σήμερα σχετικά με το ρόλο της συμπληρωματικής χορήγησης μαγνησίου στην πρόληψη ή εμφάνιση επιπλοκών κύησης. Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη μαγνησίου στην εγκυμοσύνη είναι 400 mg για την ηλικία κάτω των 18 ετών, 350 mg για την ηλικία 19-30 ετών και 360 mg για την ηλικία 31-50 ετών. Παρατηρούμε ότι οι ανάγκες δεν αυξάνονται σημαντικά σε σχέση με την προ εγκυμοσύνης περίοδο και αυτή η μικρή αύξηση μπορεί εύκολα να καλυφθεί μέσω διατροφικών επιλογών που δίνουν έμφαση στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά, στα δημητριακά ολικής αλέσεως, στα όσπρια και τους ξηρούς καρπούς. Το ανώτατο όριο πρόσληψης στην εγκυμοσύνη έχει καθοριστεί στα 350 mg/ημέρα. Επίσης, μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες προτείνουν ότι η αυξημένη πρόσληψη λαχανικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο αποβολών. Προφανώς, το μαγνήσιο, κύριο συστατικό των λαχανικών, συμβάλλει σε αυτή τη συσχέτιση.

Ο μεταβολισμός του νατρίου μεταβάλλεται κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης. Η αύξηση του όγκου του αίματος, η αύξηση του όγκου του αμνιακού υγρού και οι αυξημένες ανάγκες σε νάτριο του αναπτυσσόμενου εμβρύου στη διάρκεια της εγκυμοσύνης απαιτούν αυξημένη κατακράτηση νατρίου. Το συνολικό νάτριο στο σώμα υπολογίζεται ότι αυξάνει κατά 900-950 meq (25 γραμ νατρίου, 60 γραμ ΝαCl) κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης με μια μέση αύξηση 4 meq/ημέρα. Η συγκέντρωση του νατρίου ορού στην εγκυμοσύνη παραμένει περίπου σταθερή. Η αυξημένη νεφρική σπειραματική διήθηση, η προγεστερόνη και ο νατριοουρητιικός παράγοντας προκαλούν αύξηση της απέκκρισης νατρίου από τα νεφρά. Σε αντίθεση, η αλδοστερόνη, τα οιστρογόνα και το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης ελαττώνουν την νεφρική απέκκριση νατρίου. Έρευνες έχουν δείξει ότι στην εγκυμοσύνη αυξάνει η προτίμηση για αλάτι και αλμυρά τρόφιμα. Σε αυτό συμβάλλουν κυρίως ορμόνες της κύησης, όπως η προγεστερόνη και η οιστραδιόλη, δείχνοντας έτσι ότι οι αλλαγές στην προτίμηση άλατος στην εγκυμοσύνη έχουν ενδοκρινική βάση.

Η αυξημένη κατακράτηση υγρών που παρατηρείται κατά την εγκυμοσύνη, μειώνει κατά κάποιον τρόπο τις ανάγκες του οργανισμού σε νάτριο. Οι πραγματικές ανάγκες σε νάτριο είναι πολύ μικρές (200-400 mg/ημέρα) για την εγκυμοσύνη, σε σύγκριση με τη μέση συνήθη πρόσληψη που είναι 2300-6900 mg/ημέρα. Για την εγκυμοσύνη προστίθενται μόνο 70 mg/ημέρα στις βασικές ανάγκες (οι συνολικές ανάγκες των 20000 mg διαιρεμένες δια του συνόλου των 300 ημερών). Μελέτες σε πειραματόζωα έχουν δείξει ότι οι μηχανισμοί επαναρρόφησης στο νεφρό υπολειτουργούν όταν περιορίζεται σημαντικά το διαιτητικό νάτριο. Οι υπερτασικές καταστάσεις που οφείλονται στην εγκυμοσύνη δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με εξαιρετικά μειωμένες προσλήψεις νατρίου γιατί ο περιορισμός νατρίου όχι μόνο δεν προλαμβάνει αυτές τις εκδηλώσεις, αλλά αντίθετα προκαλεί επιπλοκές. Ακόμη, χρειάζεται να ληφθεί υπόψη ότι οι έγκυες δεν «ανέχονται» και δεν συμμορφώνονται εύκολα με δίαιτες πολύ χαμηλές σε νάτριο. Οποιαδήποτε δίαιτα επαρκής σε ενέργεια μπορεί να καλύψει πλήρως τις ανάγκες σε νάτριο. Δεν είναι λοιπόν απαραίτητο να συνιστάται απεριόριστη πρόσληψη αλατιού στην εγκυμοσύνη. Η σύσταση της απεριόριστης πρόσληψης ενδέχεται να ενέχει κινδύνους για το 15-20% των γυναικών που είναι επιρρεπείς στην ιδιοπαθή υπέρταση. Η τελική συμβουλή πάντως είναι για κάθε περίπτωση οι συστάσεις να εξατομικεύονται.

Υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία στη διεθνή βιβλιογραφία, τα οποία συνδέουν το μαγνήσιο με την αποφυγή εμφάνισης κραμπών στα κάτω άκρα, τον επιτυχή έλεγχο της αρτηριακής πίεσης, την αποτροπή εμφάνισης πρόωρων συσπάσεων της μήτρας, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε πρόωρο τοκετό και τον επιτυχή έλεγχο των επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Μια από τις πιο «επίφοβες» παθολογίες της κύησης είναι η προεκλαμψία. Η παθολογία αυτή χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση υπέρτασης, οιδημάτων, τα οποία δεν περιορίζονται στα κάτω άκρα, αλλά είναι διάχυτα στο σώμα και στο πρόσωπο και εμφάνιση λευκώματος στα ούρα. Σε ακραίες περιπτώσεις εμφανίζονται στη μητέρα νευρολογικές διαταραχές χαρακτηριζόμενες από σπασμούς, διαταραχές στην όραση και έντονη κεφαλαλγία. Κατά περίπτωση εμφανίζονται άλλωστε και διαταραχές στην πηκτικότητα και στην ηπατική λειτουργία. Η εμφάνιση προεκλαμψίας ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή της γυναίκας. Το πρώτο μέτρο ανάσχεσης της εξέλιξης αυτής της παθολογίας, αν τα συμπτώματα κριθούν ως έντονα, είναι η πρόκληση τοκετού ή η καισαρική τομή. Εντούτοις, το μέτρο αυτό συχνά δεν είναι αρκετό και για το λόγο αυτό χορηγείται ενδοφλέβια και θειικό μαγνήσιο, σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα. Σύμφωνα με την Εθνική Ακαδημία της Ιατρικής (National Academy of Medicine – NAM), των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οι ανάγκες σε μαγνήσιο αυξάνονται κατά την εγκυμοσύνη. Συγκεκριμένα, μια γυναίκα ηλικίας μεταξύ των 19 και των 30 ετών χρειάζεται ημερησίως 310mg μαγνησίου, ενώ κατά την κύηση χρειάζεται ημερησίως 350mg, οι αντίστοιχες ποσότητες για μια γυναίκα ηλικίας μεταξύ των 31 και των 50 ετών είναι 320mg και 360mg.

Η λήψη συμπληρώματος πολυβιταμινών και ανόργανων στοιχείων συνιστάται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σε αρκετές περιστάσεις. Οι έγκυες που καπνίζουν ή κάνουν κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών πρέπει να λαμβάνουν κάποιο πολυβιταμινούχο συμπλήρωμα. Συμπληρώματα συνιστώνται επίσης στις γυναίκες με σιδηροπενική αναιμία ή με δίαιτες χαμηλής ποιότητας, καθώς και σε εκείνες που καταναλώνουν ελάχιστα ή καθόλου ζωικά προϊόντα (όπως οι χορτοφάγοι). Στην τελευταία περίπτωση, η λήψη συμπληρώματος βιταμίνης Β12 είναι ιδιαίτερα σημαντική, κυρίως επειδή η λήψη συμπληρώματος φυλλικού οξέος μπορεί να καλύψει τα συμπτώματα της έλλειψης βιταμίνης Β12. Τέλος, οι γυναίκες που κυοφορούν δύο ή περισσότερα έμβρυα πρέπει, επίσης, να λαμβάνουν κάποιο συμπλήρωμα πολυβιταμινών και ανόργανων στοιχείων.

Το σελήνιο αποτελεί συστατικό αρκετών σημαντικών αντιοξειδωτικών ενζύμων, επομένως η κυριότερη λειτουργία του είναι να προστατεύει τον οργανισμό από οξειδωτικές βλάβες. Είναι επίσης απαραίτητο για τη χρησιμοποίηση του ιωδίου στην παραγωγή των θυρεοειδών ορμονών, για τη λειτουργία του ανοσοποιητικού και του αναπαραγωγικού συστήματος. Το μαγγάνιο είναι απαραίτητο για το σχηματισμό των οστών και τον ενεργειακό μεταβολισμό. Αποτελεί επίσης συστατικό ενός αντιοξειδωτικού ενζύμου, που αποτρέπει την κυτταρική βλάβη από ελεύθερες ρίζες.

Η βιταμίνη D3 (χοληκαλσιφερόλη) είναι η κύρια μορφή της βιταμίνης D στο σώμα. Είναι η μορφή που παράγεται στο δέρμα και μπορεί να βρεθεί σε ορισμένα τρόφιμα και συμπληρώματα διατροφής. Παρόλο που υπάρχουν και άλλες μορφές βιταμίνης D, όπως είναι η βιταμίνη D2 (εργοκασσιφερόλη), μελέτες έχουν δείξει πως το σώμα μας μεταβολίζει τη βιταμίνη D3 πιο αποτελεσματικά από τη βιταμίνη D2. Λαμβάνοντας υπόψη τις πολλαπλές ανεπιθύμητες ενέργειες της ανεπάρκειας βιταμίνης D σε διάφορες πτυχές της υγείας, η χορήγηση συμπληρώματος βιταμίνης D είναι μεγάλης σημασίας. Μετα-αναλύσεις μελετών δείχνουν πως η συμπλήρωση βιταμίνης D κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ασφαλής και βελτιώνει την κατάσταση της βιταμίνης D και του ασβεστίου, προστατεύοντας έτσι την υγεία. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες σχετικά με τη συμπλήρωση βιταμίνης D για γυναίκες ή άνδρες που έχουν ενδοκρινικές διαταραχές και υπογονιμότητα. Οι τρέχουσες οδηγίες συνιστούν πρόσληψη βιταμίνης D 400 έως 800 IU ημερησίως, ενώ ενδέχεται να χρειαστούν και 1000IU ημερησίως σε περίπτωση που υπάρχουν χαμηλά επίπεδα.

  • British Nutrition Foundation, Nutrition for pregnancy. 2019

https://www.nutrition.org.uk/healthyliving/nutritionforpregnancy.html

  • Department of Health, UK Chief Medical Officers' low risk drinking guidelines. 2016

https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/545937/UK_CMOs__report.pdf

https://www.rcog.org.uk/en/patients/patient-leaflets/healthy-eating-and-vitamin-supplements-in-pregnancy/

  • Scientific Advisory Committee on Nutrition, Advice on fish consumption: benefits & risks. 2004

https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/338801/SACN_Advice_on_Fish_Consumption.pdf

  • The British Dietetic Association, Food fact sheet: pregnancy. 2016,

https://www.bda.uk.com/foodfacts/Pregnancy.pdf

Περισσότερες Πληροφορίες
Εταιρεία Abbimed
Διαθεσιμότητα 1-3 εργάσιμες ημέρες
Εύφλεκτο Όχι
Vegan Όχι
Μείωση από Προτεινόμενη Τιμή Λιανικής 23
Απευθύνεται σε Γυναίκες
Περιεχόμενο 60tabs - 30 Caps
Ηλικίες Όλες
Τύποι Δέρματος Όλοι
Γράψτε τη Δική σας Αξιολόγηση
Μόνο οι εγγεγραμμένοι χρήστες μπορούν να γράψουν αξιολογήσεις. Παρακαλώ, συνδεθείτε ή δημιουργήστε ένα λογαριασμό
Σχετικά Προϊόντα